- ξεκουρνιάζω
- αμετ.1) отходить от насеста; 2) перен. отходить, удаляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκουρνιάζω — 1. (για πτηνά) φεύγω από την κούρνια μου, από τη φωλιά μου 2. μτφ. απομακρύνομαι («κι η τέτοια υποψία ξεκούρνιασεν απ το νου του μονάχα, όταν τ αργόδρομα γλυκοχαράματα εβάλθηκαν να διώξουν τους ήσκιους», Ζερβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek